- αἰγοβάτης
- αἰγο-βάτης, ου, ὁ,A = αἰγιβάτης, AP12.41 (Mel.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιγοβάτης — αἰγοβάτης, ο (Α) ο βατευτής αιγών, αιγιβάτης* (λέγεται και για γιδοβοσκό Ανθ. Παλ. 12, 41). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ γὸς + βάτης < βαίνω] … Dictionary of Greek
αἰγοβάταις — αἰγοβάτης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγοβάταν — αἰγοβάτᾱν , αἰγοβάτης masc acc sg (epic doric aeolic) αἰγοβάτης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek